ετερογένεση

ετερογένεση
η
1. γένεση κατά την οποία εναλλάσσεται παρθενογένεση με αμφιγονία
2. γένεση μιας νέας μορφής η οποία είναι διαφορετική από τους γονείς της και μπορεί να μεταβιβάσει τους δυσδιάκριτους χαρακτήρες της στους κατιόντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterogenesis < ετερο-* + γένεσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιογένεση — Στη βιολογία, θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από άλλον οργανισμό με τον οποίο έχει μεγάλες ομοιότητες (ομοιογένεση). Η αρχή της β., omne vivum ex vivo, δηλαδή κάθε ζωντανό από ζωντανό διατυπώθηκε από τον Όσκαρ… …   Dictionary of Greek

  • ετερογένεια — η 1. η ιδιότητα τού ετερογενούς, το να ανήκει κάποιος σε άλλο γένος, η ανομοιομορφία 2. το βιολογικό φαινόμενο εναλλαγής γενεάς, η ετερογένεση 3. γένεση όντων από άτομα άλλου είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterogeny <… …   Dictionary of Greek

  • ετερογονία — η 1. ετερογένεση 2. διαφορετική ανάπτυξη τμημάτων τού οργανισμού κατά τη διάρκεια τής ανάπτυξής τους, αλλομετρία 3. φρ. «ετερογονία τών σκοπών» νόμος τών ψυχικών φαινομένων κατά τον οποίο μια αιτία παράγει αποτέλεσμα διαφορετικό από το… …   Dictionary of Greek

  • ξενογένεση — η βιολ. η ετερογένεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenogenesis < ξένος + γένεσις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”